- νισεστές
- ο(λ. τουρκ.), αμυλάλευρο, αλλ. καταστατός: Κάναμε γλυκό μενισεστέ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νισεστές — και νιζεστές και νισεστά, ο κοινή ονομασία τού αμύλου που λαμβάνεται από το σιτάρι και χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική το αμυλάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. nișasta] … Dictionary of Greek
άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… … Dictionary of Greek
nişaştea — nişaşteá ( éle), s.f. – Făină de patiserie. – var. nişeştea, nişiştea. tc. (per.) nişaste (Şeineanu, II, 272), cf. ngr. νισεστές, bg., sb. niseste. Trimis de blaurb, 30.05.2008. Sursa: DER … Dicționar Român
αμυλάλευρο — το αλεύρι από κάθε αμυλώδη ουσία, νισεστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)